- συβόσιον
- συ-βόσιον (βόσις), pl. συβόσῖα (συβόσεια): herd of swine, pl., Il. 11.769, Od. 14.101.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
συβόσιον — συβόσῑον , συβόσιον a herd of swine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβόσιον — και συοβόσιον, το, τ. πληθ. συβόσεια και συβόσια, ΜΑ χοιροστάσιο αρχ. αγέλη χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συβότης, άλλος τ. τού συβώτης* «χοιροβοσκός» + επίθημα ιον (πρβλ. ἱπποβόσιον)] … Dictionary of Greek
συοβόσιον — τὸ, Α βλ. συβόσιον … Dictionary of Greek
συβοσίων — συβοσί̱ων , συβόσιον a herd of swine neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συβόσια — συβόσῑα , συβόσιον a herd of swine neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)